Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Καλημέρα ψύχωση! με λένε Βαγγέλη (απόσπασμα από το βιβλίο μου)

Εγώ νευριασμένος από την πωλήτρια με ταχύ βήμα κίνησα να πάω στην οδό εθνικής Αμύνης για να πάω σε ένα βιβλιοπωλείο με εκκλησιαστικά βιβλία μόνο. Όταν έφτασα εκεί άρχισα να ψάχνω τις καινές διαθήκες. Όπως έψαχνα να βρω την «πρωτότυπη» έκδοση το μάτι μου έπεσε σε μία καινή διαθήκη με μωβ σκληρό εξώφυλλο. Το μωβ είναι το αγαπημένο μου χρώμα και ρώτησα τον πωλητή εάν ήταν στην πρωτότυπη γλώσσα και μου είπε:

-        Βεβαίως, απλά δεν έχει μετάφραση
-        Να σας φιλήσω του είπα διαχυτικά
Πηγαίνοντας να πληρώσω είδα στο ταμείο καρβουνάκια και λιβάνια. Χωρίς δεύτερη σκέψη αγόρασα ένα μικρό μεταλλικό θυμιατό μαζί με καρβουνάκια και θυμίαμα.
Χαρούμενος με τις αγορές μου γύρισα σπίτι νωρίς το απόγευμα. Εκεί με περίμενε η μητέρα μου θυμωμένη.
-        Βαγγέλη γιατί μου πήρες τα χρήματα που είχα στο πορτοφόλι, χωρίς να με ρωτήσεις; Ήρθε ο κύριος Κώστας για να του πληρώσω τα κοινόχρηστα και έγινα ρεζίλι
-        Μην στεναχωριέσαι μαμά δεν τα χρησιμοποίησα όλα. Ορίστε πάρε τις 20 χιλιάδες (60 ευρώ) πίσω.
-        Καλά εάν ήθελες χρήματα, έπρεπε να μου το πεις. Ξέρω ότι δεν δουλεύεις τώρα, λόγω εξεταστικής, και τα έξοδά σου τρέχουν. Αλήθεια τι έχει η τσάντα σου μέσα;
-        Τίποτα, τίποτα
-        Για να δω… μια καινή διαθήκη και ένα θυμιατήρι;
-        Τα πήρα για να εξαγνίσω τον χώρο
-        Παιδί τι συμπεριφορά είναι αυτή;
-        Γιατί! Φώναξα δυνατά
-        Μα γιατί εσύ παιδί μου, δεν ασχολήθηκες ποτέ σοβαρά με την θρησκεία
-        Το κάλεσμα τώρα ήρθε! Πρέπει να είμαι έτοιμος, έχω μόνο έναν μήνα καιρό
Πήγα στο δωμάτιό μου και αμέσως έβγαλα τα πράγματα που είχα ψωνίσει. Ο λαμπτήρας ακόμη ήταν ανοιχτός από το βράδυ. Τον έκλεισα. Πήρα το θυμιατήρι, άναψα το καρβουνάκι και έβαλα τρία κομματάκια λιβάνι. Αμέσως άρχισα να θυμιάζω το κρεββάτι μου, την καρέκλα και το γραφείο μου. Μετά βγήκα έξω και θυμίασα όλο το σπίτι. Πήγα στην κουζίνα άνοιξα το ψυγείο και έκλεισα το θυμιατήρι μέσα στο ψυγείο με τα τρόφιμα. Πήγα ξανά στο δωμάτιο και πήρα την πίπα του παππού μου. Έσπασα το καρβουνάκι σε μικρά κομμάτια και τα έβαλα μέσα στην πίπα. Πήρα και ένα κομμάτι λιβάνι και καπνός άρχισε να βγαίνει από την πίπα. Έπιασα την πίπα και άρχισα να ρουφώ τον καπνό. Προσπαθούσα να ρουφώ τον καπνό βαθιά μέσα μου, ώστε όλο το κορμί μου να εξαγνιστεί και να αγιάσει. Έβηχα συνεχώς και με μεγάλη ένταση, αλλά εγώ με όρεξη και πείσμα κατέβαζα το θυμίαμα μέσα μου «εσώψυχα». Το κάπνισμα της πίπας διέκοψαν οι φωνές της μητέρας μου:
-        Βαγγέλη, Βαγγέλη παιδί μου τρελλάθηκες! Είσαι με τα καλά σου; Έβαλες το θυμιατό μέσα στο ψυγείο και κάπνισαν όλα τα φαγητά!
-        Βλέπω μάνα πως το λιβάνι δεν σου πολυαρέσει. Γιατί άραγε; Να σου πω γιατί. Σου έχουν κάνει μάγια και ο δαίμονας τώρα σε τσιγκλάει!
-        Τι πράγματα είναι αυτά που λες παιδί μου; Ποια μάγια; Ποιος δαίμονας; Με τρομάζεις
-        Μάνα μην φοβάσαι, εγώ τα δαιμόνια ξέρω και τα σκοτώνω. Να πάρε την πίπα μου και κάπνισε βαθιά μέσα σου, να φύγει ο δαίμονας και της αρπάζω το κεφάλι και της χώνω την πίπα στο στόμα.
Αφού πνίγηκε στον βήχα, η μητέρα μου άρχισε να κλαίει. Τα μάτια της είχαν γίνει κατακόκκινα από τον καπνό και άρχισε σπαρακτικά να κλαίει. Και έκλαιγε γιατί πονούσε για το παιδί της… .
Άνοιξα το ψυγείο και αμέσως ένα κύμα καπνού βγήκε από μέσα. Πήρα το μπουκάλι με το νερό και αμέσως άρχισα να ραντίζω την μητέρα μου.
-        Στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μιαρά πνεύματα φύγετε από την δούλη του Θεού Φανή!
Η μητέρα μου σοκαρισμένη συνέχιζε να κλαίει με αναφιλητά. Της άπλωσα το δεξί μου χέρι:
-        Φίλησέ το και έχε την ευχή μου
Η μητέρα μου δεν ανταποκρίθηκε και πήρα το χέρι μου και της το έτριψα στα χείλη.

-        Άκου δαιμονάκι, είσαι άτυχος γιατί δεν ξέρεις ποιανού γιος είμαι και ποιοι είναι οι βοηθοί μου. Αρχάγγελε Μιχαήλ επίθεση!!! και έπιασα με τα δύο χέρια το κεφάλι της μάνας μου και το τράνταξα.

3 σχόλια: